- κακάγγελτος
- κακάγγελτος, -ον (Α) [κακαγγελώ]αυτός που έχει προκληθεί από δυσάρεστη αγγελία («κακάγελτα ἄχη», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακάγγελτα — κακάγγελτος caused by ill tidings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)